Η Κρητική Λύρα ανήκει στην κατηγορία των χορδόφωνων οργάνων με δοξάρι και έχει τις ρίζες της στην Ανατολή. Είναι ένα τρίχορδο τοξωτό όργανο που κατέχει σημαντική θέση στην παραδοσιακή μουσική της Κρήτης και άλλων νησιών του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων

Στην Κρήτη υπάρχουν δύο τύποι Λύρας:

  • το λυράκι, που έχει οξύ και διαπεραστικό ήχο
  • η βροντολύρα ή χοντρολύρα,  μεγαλύτερη σε μέγεθος

Από τον συνδυασμό των δύο λυρών προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα.

Η κατασκευή της Λύρας:

Πραγματοποιείται από μονοκόμματο ξύλο κάποιας ηλικίας, συνήθως 10 ετών και συνήθως τα είδη του ξύλου που χρησιμοποιούνται είναι η ασφένταμος, η καρυδιά, η μουρνιά κ.α. Η σκάφη είναι το κοίλο σώμα της λύρας, το οποίο είναι σκαφτό και διαφορετικά αποκαλείται καύκα.  Το σημαντικότερο τμήμα του οργάνου είναι το καπάκι( εμπρόσθιο μέρος), καθώς είναι αυτό που επηρεάζει τον ήχο του. Ιδανικό υλικό για το καπάκι είναι το κατράνι, ένα υλικό το οποίο προέρχεται από τα δοκάρια παλαιών κτισμάτων και η ηλικία του είναι άνω των 300 ετών.

Παλαιότερα οι χορδές φτιάχνονταν από έντερα ζώων και το δοξάρι από τρίχες από ουρά αλόγου. Το τόξο του δοξαριού ήταν συνήθως στολισμένο από  μια σειρά από σφαιρικά κουδουνάκια, τα λεγόμενα γερακοκούδουνα.

Σύμφωνα με την περίοδο που εμφανίστηκαν τα τοξωτά έγχορδα  στην Κρήτη, υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές απόψεις όσον αφορά την προέλευσή της.
  • Η βυζαντινή λύρα εισήχθη μετά το 961 μ.Χ.,  κατά την διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έπειτα από αραβική κατοχή, με στρατιωτική επέμβαση του Νικηφόρου Φωκά. Εκείνη την περίοδο εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη οικογένειες αριστοκρατών από την Κωνσταντινούπολη με σκοπό την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου και έτσι υιοθετήθηκαν  βυζαντινές παραδόσεις από την Κωνσταντινούπολη.

 

  • Η λύρα εισήχθη στο νησί από τα Δωδεκάνησα, αρχίζοντας να διαδίδεται από τη Σητεία καθώς βρίσκεται πιο κοντά στα νησιά Κάσος και Κάρπαθο. Αυτό συνέβη μάλλον κατά το 12ο αιώνα.

 

  • Η λύρα εισήχθη σταδιακά στις παραδόσεις του νησιού ως δημοφιλές στοιχείο της βυζαντινής μουσικής παράδοσης, όπως με παρόμοιο τρόπο εισήχθη και σε άλλες περιοχές .

 

  • Σύμφωνα με την τοπική παράδοση η λύρα εξελίχθηκε στην Κρήτη. Πιθανότατα αποτελεί μια εξέλιξη του αρχαίου ρεμπεπ που έφτασε στο νησί μέσω των θαλάσσιων δρόμων κάποια στιγμή τον πρώιμο μεσαίωνα.
Επί Ενετοκρατίας το βιολί επηρέασε σημαντικά την μουσική της Κρήτης, διαδραματίζοντας σημαντικές αλλαγές  στην οργανολογία, στη στιχουργία, στο χρονισμό, στη μουσική γλώσσα καθώς και στην πρακτική απόδοση των έργων, επεκτείνοντας και εμπλουτίζοντας τη συλλογή αυτών. Οι ντόπιοι κατασκευαστές οργάνων,το 1920, δημιούργησαν την βιολολύρα,σε μια προσπάθειά τους να προσδώσουν τον ήχο και τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού στο παλαιό βυζαντινό λυράκι.  Είκοσι χρόνια αργότερα, ένας νέος συνδυασμός του βιολιού με το λυράκι είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της κοινής λύρας.
Το 1990, ο ιρλανδικής καταγωγής Ρος Ντέιλι, λάτρης της κρητικής μουσικής και του νησιού, σχεδίασε ένα νέο είδος κρητικής λύρας που ενσωματώνει στοιχεία από το λυράκι, τη Βυζαντινή λύρα και το Ινδικό sārangī. Το αποτέλεσμα ήταν μια λύρα με τρεις χορδές εκτέλεσης, των 29 εκατοστών σε μήκος, και 18 βοηθητικές χορδές που συνηχούν σε ινδικής κοπής γέφυρες Jawari. 

Πολλές πληροφορίες για την κρητική λύρα λήφθηκαν από τη Βικιπαίδεια.